- ασυναγώνιστος
- η , ο [ος , ον ] такой, которому нет равных, вне конкуренции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυναγώνιστος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται εκτός συναγωνισμού, ο ακαταγώνιστος 2. (για τιμές εμπορευμάτων) ο υπερβολικά χαμηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συναγωνίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Ανέστη Κωνσταντινίδη] … Dictionary of Greek
ασυναγώνιστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να τον συναγωνιστεί κανείς: Οι τιμές του καταστήματός μας είναι ασυναγώνιστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαθυπερτέρητος — ἀκαθυπερτέρητος, ον (Α) [καθυπερτερῶ] ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος … Dictionary of Greek
αμίμητος — η, ο (Α ἀμίμητος, ον) 1. αυτός, τον οποίο δεν μιμήθηκε ή δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς 2. ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος, άφθαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μιμητός < μιμοῦμαι. ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμιμητόβιος] … Dictionary of Greek
αναμίλλητος — ἀναμίλλητος, ον (ΑΜ) [ἁμιλλῶμαι] αδιαφιλονίκητος, ασυναγώνιστος … Dictionary of Greek
ανανταγώνιστος — η, ο (Α ἀνανταγώνιστος, ον) αυτός, με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος αρχ. 1. ο δίχως μάχη, δίχως αγώνα 2. αυτός, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ο αδιαφιλονίκητος 3 … Dictionary of Greek
αξεπέραστος — η, ο 1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν μπορεί κάποιος να τον ξεπεράσει, ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος 2. (για δύσκολες καταστάσεις) αυτή που δεν μπορεί κάποιος να ξεπεράσει, να υπερπηδήσει … Dictionary of Greek
ατάσθαλος — η, ο (AM ἀτάσθαλος, ον) απρεπής, ακόλαστος αρχ. αυθάδης, αλαζονικός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα άποψη ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. άτη. Δηλ. ατάσθαλος < άτας (αιτ. πληθ.) + θάλλων «αυτός που κάνει να αφθονούν… … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
υπεραθλητής — ο, Ν [αθλητής] ασυναγώνιστος αθλητής … Dictionary of Greek
Μπουσέ, Φρανσουά — (Francois Boucher, Παρίσι 1703 – 1770). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ροκοκό. Μαθήτευσε κοντά στον Λεμουάν, ύστερα στον χαράκτη Καρς και κατασκεύασε πολλά χαρακτικά αντίγραφα έργων του Βατό. Ταξίδεψε στην… … Dictionary of Greek